μισέλληνας

μισέλληνας
ο και η (Α μισέλλην)
αυτός που μισεί την Ελλάδα, τους Έλληνες ή ό,τι έχει σχέση με τους Έλληνες, εχθρός τών Ελλήνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + Ἕλλην].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μισέλληνας — ο αυτός που αισθάνεται μίσος για τους Έλληνες, ο εχθρός ή ο διώκτης των Ελλήνων: Ορισμένοι ξένοι διπλωμάτες είναι μισέλληνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μισελληνισμός — ο το να είναι κανείς μισέλληνας, η εχθρότητα και το μίσος εναντίον των Ελλήνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”